ερεισματικός

ερεισματικός
η , όν ερειστικός, ή , όν опорный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ερεισματικός" в других словарях:

  • ερεισματικός — ή, ό [έρεισμα] αυτός που χρησιμεύει ως στήριγμα («ερεισματική δοκός» το δοκάρι που χρησιμεύει ως υποστήριγμα, σε οικοδομικές ή άλλες κατασκευές). επίρρ... ερεισματικώς με τρόπο που παρέχει υποστήριγμα …   Dictionary of Greek

  • ερειστικός — ή, ό (AM ἐρεισπκός, ή, όν) [ερείδω] ο ερεισματικός ανατ. φρ. «ερειστικός ιστός» ιστός τού σώματος που χαρακτηρίζεται από την άφθονη και ποικίλης σύστασης μεσοκυττάρια ουσία. Διακρίνεται στον συνδετικό, τον οστίτη και τον χονδρικό ιστό …   Dictionary of Greek

  • ερειστικός — ερειστικός, ή, ό και ερεισματικός, ή, ό αυτός που χρησιμεύει ως έρεισμα, ως στήριγμα: Ερειστικός ιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»